- ρεκτήρ
- ὁ, θηλ. ῥέκτειρα, Α1. αυτός που πράττει, που κάνει κάτι (α. «κακῶν ῥεκτῆρα», Ησίοδ.β. «ῥεκτὴρ ἀρετῆς», Κλήμ.)2. αυτός που καταγίνεται με κάτι («ῥεκτὴρ χρυσοῑο», Μανέθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέζω (Ι) «πράττω» + επίθημα -τήρ (πρβλ. θερμαν-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.